- κοιλίς
- κοιλίς, -ίδος, ἡ (Α)(κατά τον Πολυδ.) «τὸ ἄνωθεν βλέφαρον».[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλον + κατάλ. -ίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
COELIS — gens Attica. Hesych. Κοιλὶς, δῆμος Α᾿ττικῆς, ubi nonnulli Κόιλη legendum volunt. Vide Caele … Hofmann J. Lexicon universale
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
Κοίλη — Αρχαίος δήμος της Αττικής. Ονομαζόταν και Κοιλίς. Έλαβε την ονομασία του από το βαθούλωμα που σχηματίζεται Δ του λόφου της Πνύκας, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο Άγιος Δημήτριος ο Λουμπαρδιάρης (Φιλοπάππου). Αυτή την κοιλότητα διέσχιζε η Κοίλη Οδός … Dictionary of Greek